форсировать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

форсировать - translation to πορτογαλικά


форсировать      
(ускорить) acelerar , apressar ; {воен.} forçar ; transpor , (водную преграду) atravessar
reforçar      
подкреплять, укреплять, усиливать, (техн.) армировать, интенсифицировать, форсировать

Ορισμός

форсировать
ФОРС'ИРОВАТЬ, форсирую, форсируешь, ·совер. и ·несовер., что (·франц. forcer).
1. Усилить (усиливать), ускорить (ускорять; ·книж. ). "...Партия имела все возможности форсировать коллективизацию сельского хозяйства." Сталин.
2. С боем совершить (совершать) переход через реку, теснину (воен.). Форсировать реку. Форсировать перевал.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για форсировать
1. Форсировать надо макроэкономическую стабилизацию.
2. Конечно, реконструкцию путепровода можно форсировать.
3. Однако ФИФА потребовала форсировать расследование.
4. Городские власти решили форсировать ликвидацию ветхих домов.
5. Сверхзадача нового холдинга -- форсировать рынок радиорекламы.